- απολυμαντήριος
- -ια, -ιο1. απολυμαντικός2. το ουδ. ως ουσ. το απολυμαντήριοο θάλαμος απολύμανσης.[ΕΤΥΜΟΛ. < απολύμανση. Η λ. μαρτυρείται ως ουσιαστικό από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.